• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
push down vi + adv (apply pressure)ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ ρ μ
 Push down on the table leaf to fold it out of the way.
 Σπρώξε την επέκταση του τραπεζιού για να τη διπλώσεις.
push [sth] down vtr + adv (press downwards)ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ ρ μ
 Push the lever down to start the pump.
 Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.
push [sb/sth] down vtr + adv (cause to fall)ρίχνω ρ μ
 The cows pushed down the fence to get to the grass.
 Οι αγελάδες έριξαν τον φράκτη για να φτάσουν στο χορτάρι.
push [sth] down vtr + adv (hold down by pressing)ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ ρ μ
 I'll push the branch down while you climb over it.
 Θα πιέσω το κλαδί προς τα κάτω όσο εσύ θα σκαρφαλώνεις από πάνω του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'push down' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση push down στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «push down».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!